- αρχάγγελος
- οο αρχηγός των αγγέλων (ονομασία των αγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀρχάγγελος — archangel masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρχάγγελος — Ο επικεφαλής, κατά τη χριστιανική θρησκεία, «των επουρανίων δυνάμεων». Α. είναι οι Μιχαήλ και Γαβριήλ, που εορτάζονται από την Ανατ. Ορθόδοξη Εκκλησία στις 8 Νοεμβρίου. Ο Αρχάγγελος σε φορητή εικόνα, έργο του 12ου αι. (Μοναστήρι του Χρυσοστόμου,… … Dictionary of Greek
Αρχάγγελος — Sp Archángelas Ap Αρχάγγελος/Archangelos L P. Sporadų ss. (Rodo s.), Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
ἀρχάγγελον — ἀρχάγγελος archangel masc/fem acc sg ἀρχάγγελος archangel neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ουριήλ — Αρχάγγελος κατά τους Εβραίους. Σύμφωνα με τις θρησκευτικές δοξασίες της, ο Ο. έχει δικαιοδοσία τόσο στους ανθρώπους, όσο και στον Άδη. Θεωρείται «άγγελος του φωτός» και χαρακτηρίζεται «κύριος της δόξης». Ο Ο. δίδαξε στον Ενώχ την πορεία των φώτων … Dictionary of Greek
ἀρχαγγέλοις — ἀρχάγγελος archangel masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχαγγέλου — ἀρχάγγελος archangel masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχαγγέλους — ἀρχάγγελος archangel masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχαγγέλων — ἀρχάγγελος archangel masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχαγγέλῳ — ἀρχάγγελος archangel masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)